- εκκολάπτομαι
- εκκολάπτομαι, εκκολάφθηκα (σπάν. εκκολάφτηκα) βλ. πίν. 12
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γλύφω — (AM γλύφω) 1. λαξεύω με γλύφανο σκληρή ύλη, σκαλίζω 2. χαράσσω διακοσμητικές παραστάσεις σε σκληρή ύλη αρχ. Ι. καταγράφω («γλύφων τόκους» για τον τοκογλύφο που καταγράφει λεπτομερώς τί τού χρωστάνε) II. γλύφομαι 1. βάζω κάποιον άλλο να κάνει… … Dictionary of Greek
τελεσφορώ — τελεσφορῶ, έω, ΝΜΑ [τελεσφόρος] νεοελλ. (για ενέργεια) φέρνω σε αίσιο τέλος, φέρνω αποτέλεσμα, είμαι αποτελεσματικός (α. «οι προσπάθειές του τελεσφόρησαν» β. «το φάρμακο αυτό δεν είναι τελεσφόρο») μσν. αρχ. 1. (για ζώα) κυοφορώ ώς το τέλος,… … Dictionary of Greek
εκκολάπτω — εκκόλαψα, εκκολάφτηκα, μτβ. 1. σπάζω το αβγό για να βγει ο νεοσσός, ξεκλωσώ, βγάζω πουλιά. 2. το μέσ., εκκολάπτομαι, α. (για πτηνά και ψάρια), βγαίνω από το αβγό. β. (για πρόσωπα), μτφ., ασκούμαι, προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι: Στα πανεπιστήμια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επωάζω — επώασα, επωάστηκα, επωασμένος, μτβ. και αμτβ. 1. (για πουλιά), κάθομαι πάνω στα αβγά και τα ζεσταίνω για εκκόλαψη, κλωσώ, γονεύω. 2. το παθ., επωάζομαι εκκολάπτομαι: Τα αβγά των κροκοδείλων επωάζονται από μόνα τους. 3. μτφ., εξυφαίνω στα κρυφά,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)